Ανυπεράσπιστος κι αθώος, παραμένει πεισματικά παιδί ακόμα κι όταν όλα του ενισχύουν τις υποψίες που τον κυνηγούσαν πάντοτε, ο κόσμος αδιάφορος, ο χρόνος αδυσώπητος, ο θάνατος παρών...Αναπολεί την χαμένη παιδικότητα του…

 

«ούτε θα ξαναβρούμε την εποχή που ζήσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε: τον έρωτα για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική ταφή ενός πουλιού…

 

      …-από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει καμιά βοήθεια.»

 

Σέρνει όπως όλοι οι ιδιοφυείς καλλιτέχνες την κατάρα της διαφορετικότητας του, την εναγώνια λαχτάρα ν’αλλάξει επιτέλους αυτός ο κόσμος. Λλίμονο πως;

 

«…γιατί όπως όλοι μας έζησα κι εγώ αφηρημένα»

 

      Κι ύστερα έρχεται ο χρόνος ο αδυσώπητος, ο άχρονος που δίνει σχήμα και μορφή και γΚεύση και μυρωδιά στις αναμνήσεις μας, που περιμένει να λογοδοτήσουμε. Μια οφειλή, ένα χρέος και κείνο που θα μας συντρίψει ήταν πάντα εδώ από την πρώτη μέρα, ο ίδιος μας ο εαυτός. Μεγαλώσαμε και μία λέξη ξάφνου ερμήνευσε όλα τα μεγάλα όνειρα. Ματαιότητα. Ματαιότητα και ματαίωση εκείνου του μεγάλου για το οποίο ήμασταν πλασμένοι. Ο κόσμος δεν άλλαξε, οι εξεγέρσεις πνίγηκαν στο αίμα, οι σύντροφοι προδόθηκαν, οι εραστές αγαπήθηκαν και τώρα στέκουν σιωπηλοί και μόνοι, οι νεκροί τριγυρίζουν σε σκοτεινές κάμαρες ζητώντας μια απάντηση. Και ο ποιητής να βρίσκει καταφύγιο στα όνειρα.

 

      «αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί ένα ανεξήγητο όνειρο»

 

Δεν ήταν όλα ανώφελα.

 

« Κι έπρεπε εγώ απ’αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα».

 

 Και συνέβη. Για πάντα από την εσώτερη ανάγκη ενός ανθρώπου να κατανοήσει τον άνθρωπο, να μην τον τρομάζει ο εαυτός του, να αγαπήσει τα δάκρυα και την ταπείνωση.

 

 «στην ταπείνωση υπάρχει κάτι τόσο ωραίο σαν εκείνη την ώρα να διαβαίνει ο Θεός».

 

Ο ποιητής αφήνει παρακαταθήκη όνειρα μικρά και μεγάλα, όνειρα εφικτά και κείνα που διαψεύσθηκαν, όνειρα ανομολόγητα κι όσα μετατράπηκαν σε εφιάλτη.

 

Γιατί Ζωή ζώσα δεν είναι μόνο ότι κινείται κι αναπνέει έξω μας αλλά πολύ περισσότερο εκείνο που στέκει και σιωπά μέσα μας. Δεν είναι οι στιγμές που ζούμε αλλά και οι αναμνήσεις που αναμασιούνται. Είναι τα λόγια που δεν τολμήσαμε να εκστομίσουμε,  φευγαλέα βλέμματα και στιγμιαίες συναντήσεις με ανθρώπους που δε θα ξαναδούμε, είναι η νοσταλγία για όσα θέλαμε και δεν μπορέσαμε, η λήθη για όσα μπορέσαμε και δεν θέλαμε.

 

« Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…».

 

 Αυτό ακριβώς το κάτι που μας ωθεί, που μας συγκινεί, που μας εμπνέει, που μας κάνει να δημιουργούμε, να ερωτευόμαστε, να ελπίζουμε. Το μυστήριο κέντρο της ύπαρξης μας που ανασαίνει κι επιζεί χάριν στο κάτι του διπλανού μας. Κι όλα αυτά τα κάτι συναθροισμένα, όλων μας, που δεν ζήσαμε κι όμως υπήρξαν όλη μας η ζωή είναι η απάντηση για να αλλάξει τούτος ο κόσμος. Η μόνη.

 

«Ζήσαμε πάντοτε άλλού και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει,ερχόμαστε για λίγο.»     

 

 

 

   Ιανουάριος 2004

 
 

  Δήμητρα Χατζημαγιόγλου