Ο Ίταλο Καλβίνο είναι ένας συγγραφέας με πάθος για την ακρίβεια και τη συμμετρία. Ο επιστημονικός αυτός τρόπος προσέγγισης για τη λεπτομέρεια και τη μεθοδολογία που εξαντλείται στους μηχανισμούς της λογοτεχνίας και όχι στη θεματολογία των ιστοριών του χαρακτηρίζει τη δομή των μυθιστορημάτων του.
Έτσι εξηγείται και η εντρύφησή του σε διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα. Ο Καλβίνο είχε γοητευτεί από το «Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας» (Ou-li-po): Με το Ou-li-po μοιράστηκα πολλές κοινές προτιμήσεις και ιδέες: τη σπουδαιότητα των περιορισμών σ’ ένα λογοτεχνικό έργο, τη μεθοδική εφαρμογή των εξαιρετικά αυστηρών κανόνων ενός παιχνιδιού, τη χρήση διεργασιών που συνδυάζουν διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία, τη δημιουργία νέων έργων βασισμένων σε προϋπάρχοντα υλικά. Το Ou-li-po δεν αποδεχόταν παρά πράξεις ενταγμένες σε ένα αυστηρό πλαίσιο, πιστεύοντας ότι η ποιητική αξία μπορεί να απελευθερωθεί ακόμα και μέσα από εξαιρετικά περιοριστικές δομές. Οι αρχές του εργαστηρίου αυτού ενέπνευσαν τον Καλβίνο, αλλά δεν σταμάτησε και την αναζήτηση άλλων λογοτεχνικών μορφών. Πολύ γρήγορα οδηγήθηκε στην μείξη των κανόνων αυτών με το ρεύμα του εξπρεσιονισμού, καθώς όμως και του μεταμοντερνισμού.
Το μυθιστόρημα: «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης...», έχει πολλά από τα στοιχεία του μεταμοντερνισμού. Οι μεταμοντερνιστές προσπαθούν να διαλύουν την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον μυθιστορηματικό κόσμο, με το να εμποδίζουν τη μεταφορά του αναγνώστη σ’ έναν μυθιστορηματικό κόσμο και να τον κρατούν προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Του υπενθυμίζουν συνεχώς ότι αυτό είναι ένα μυθιστόρημα και ότι αυτός είναι ο αναγνώστης του.
Η όλη προσπάθεια του Καλβίνου είναι να κάνει τον αναγνώστη να δώσει προσοχή στο γεγονός ότι διαβάζει ένα βιβλίο και επιπλέον να αναλύσει τη δομή-φύση του βιβλίου που διαβάζει. Το κείμενο το ίδιο προβάλλει τη μυθιστορηματική δομή του καθώς και τις σχέσεις ανάμεσα στο κείμενο, τον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Ο Ίταλο Καλβίνο χρησιμοποιεί το β’ ενικό πρόσωπο σε κάθε αναφορά του στον ήρωα και πίσω απ’ αυτό το «εσύ» βρίσκεται ο κάθε αναγνώστης. Ο αναγνώστης καλείται με αυτόν τον τρόπο να βγει από την παθητικότητά του, να σταθεί κριτικά απέναντι στο μυθιστόρημα, να σκεφτεί, να πάρει θέση.
Ο συγγραφέας Σίλας Φλάνερυ πάσχει από μια μορφή συγγραφικού αδιεξόδου. Γύρω απ’ αυτόν περιστρέφονται: ένας ήρωας που ο Ίταλο Καλβίνο ταυτίζει με τον αναγνώστη, η Λουντμίλα, που είναι το ερωτικό αντικείμενο του ήρωα, αλλά και του συγγραφέα, οι αναγνωστικές προτιμήσεις της οποίας επηρεάζουν τον ήρωα αφού μέσα απ’ αυτές προσπαθεί να την προσεγγίσει και τέλος ο Έρμες Μαράνα ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους δύο ήρωες και στον συγγραφέα.
Το μυθιστόρημα όμως αυτό δεν εξαντλείται στις σχέσεις αυτών των ηρώων, αλλά πραγματεύεται τη διαδικασία της συγγραφής, της ανάγνωσης, της λογοκρισίας, των εκδοτικών οίκων, του ίδιου του συγγραφέα και της αλήθειας. Είναι μια συζήτηση για τη λογοτεχνία, στην οποία δεν δίνονται απαντήσεις, αλλά ανοίγονται ερωτήματα.
Ο ήρωας-αναγνώστης, που δεν κατονομάζεται –πρόθεση του Καλβίνου είναι να πετύχει την ταύτιση του κάθε αναγνώστη μαζί του, χρησιμοποιώντας την αντωνυμία «εσύ»- αγοράζει το βιβλίο: Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Μόλις όμως ολοκληρώνει το πρώτο κεφάλαιο, διαπιστώνει πως το τυπογραφείο έχει μπερδέψει τα δεκαεξασέλιδα, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται οι ίδιες σελίδες. Σπεύδει στο βιβλιοπωλείο και εκεί τον ενημερώνουν ότι το βιβλίο που διάβαζε δεν είναι του Ίταλου Καλβίνου, αλλά ενός Πολωνού συγγραφέα. Εδώ σταματάει και η ταύτιση με τον πρώτο ήρωα. Ο ήρωας αποφασίζει να αγοράσει το καινούργιο βιβλίο, ενώ παράλληλα γνωρίζει τη Λουντμίλα. Στην πορεία όμως ανακαλύπτει ότι και το καινούργιο βιβλίο, που δεν είχε καμία σχέση με την ιστορία του προηγούμενου, είναι προβληματικό καθώς μετά από δύο τυπωμένες σελίδες, ακολουθούν δύο άσπρες. Σ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος φτάνουν στα χέρια του ήρωα δέκα συνολικά αρχές μυθιστορημάτων με ιστορίες διαφορετικές μεταξύ τους, στις οποίες ο μυθιστορηματικός ήρωας μπαίνει συνεχώς στον επόμενο ρόλο. Στο τέλος του μυθιστορήματος οι δέκα τίτλοι των μυθιστορημάτων συγκροτούν μία παράγραφο, αλλά το μυθιστόρημα δεν ολοκληρώνεται μ’ αυτήν. Μήπως το βιβλίο αυτό περιμένει τους κληρονόμους του Καλβίνου για να το ολοκληρώσουν;
Ο Καλβίνο πειραματίζεται ανοίγοντας διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης (τεχνική ήδη δοκιμασμένη από τον Θερβάντες): το βιβλίο που διαβάζει ο μυθιστορηματικός αναγνώστης είναι άλλο από αυτό που διαβάζει η Λουντμίλα, άλλο από αυτό που γράφει ο συγγραφέας Σίλας Φλάνερυ, άλλο από αυτό που δίνει ο μεταφραστής Έρμες Μοράνα στον εκδοτικό οίκο.
Όταν ο Καλβίνο δημοσίευσε το πρώτο του έργο «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές» στηριγμένο στις εμπειρίες του από την επανάσταση, αισθάνθηκε ότι πρόδωσε τους συναγωνιστές του και συνειδητοποίησε ότι η μυθιστοριογραφία δεν μπορεί ποτέ να φτάσει την αλήθεια.
Την έννοια της αλήθειας και της πρωτοτυπίας αποδομεί και σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Ο ήρωας ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει τη συνέχεια του έργου που έχει ξεκινήσει βρίσκεται εγκλωβισμένος από τις απάτες, τα ψέματα, τις παραπλανήσεις που υφαίνονται γύρω του. Το κάθε κεφάλαιο που πέφτει στα χέρια του είναι έργο παραποιημένο και ο εκάστοτε συγγραφέας του πλαστός. Που βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια;
Ο Καλβίνο δε διστάζει ν’ αναιρέσει και τη φύση του ίδιου του συγγραφέα. Ο αναγνώστης είναι τόσο συνηθισμένος στην ιδέα ενός παντογνώστη συγγραφέα που περιμένει απ’ αυτόν την αποκάλυψη ενός κόσμου πρωτοϊδωμένου. Στο μυθιστόρημα όμως του Καλβίνου ο συγγραφέας έχει πολύ μικρή σχέση με το είδωλο αυτό. Στην πραγματικότητα η έμπνευση που πιστεύει ότι έχει δεν είναι δική του. Ο ίδιος χρησιμοποιείται ως φίλτρο για να βρουν έκφραση αυτά που πρέπει να ειπωθούν.
Ο Φλάνερυ είναι η περσόνα του Καλβίνου «που αγωνίζεται να ξεπεράσει τις συμβάσεις της γραφής, το στυλ, το γούστο, την προσωπική του φιλοσοφία, την υποκειμενικότητα, την παιδεία, τη βιωμένη εμπειρία, την ψυχολογία, το ταλέντο για να διηγηθεί μια ιστορία».
Ενώ ο Καλβίνο, όταν γράφει ταυτίζεται με τον Φλάνερυ, όταν διαβάζει όμως ταυτίζεται με τη Λουντμίλα. Πίσω άλλωστε από τη διαδικασία της ανάγνωσης προσπαθεί ν’ ανιχνεύσει και τον τρόπο της γραφής του. Στην ανάγνωση άλλωστε δίνει το κύριο βάρος του, καθώς μάλιστα αυτή προηγείται της γραφής, αφού «η γραφή δίνει την εντύπωση ότι αφαιρεί την ύπαρξή μου». Η Λουντμίλα κάθε φορά ψάχνει διαφορετικά πράγματα στα βιβλία που διαβάζει. Άλλοτε ψάχνει έναν κόσμο συγκροτημένο που βγαίνει από ένα στέρεο μυαλό, άλλοτε αναζητά μια ασάφεια για να μπορέσει η ίδια να της δώσει σχήμα, άλλοτε πάλι δεν ζητά από το συγγραφέα να της επιβάλλει μια θεώρηση του κόσμου, αλλά θέλει να παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας σαν τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός φυτού. Είναι όμως εν τέλει, διαφορετικά πράγματα αυτά; Η ανάγνωση ενός βιβλίου προσομοιάζει με την ανάγνωση των κορμιών δύο εραστών, κατά τον Barthes, άποψη που συμμερίζεται και ο Καλβίνο. «Το χαρακτηριστικό που κάνει την ερωτική πράξη και την ανάγνωση να μοιάζουν μεταξύ τους είναι ότι στο εσωτερικό τους ανοίγονται χρόνοι και χώροι διαφορετικοί από το χρόνο και το χώρο που είναι δυνατό να υπολογιστούν. Διαφέρουν όμως ως προς το ότι η ανάγνωση μιας ιστορίας δεν μπορεί παρά ν’ ακολουθήσει μία γραμμική πορεία.
Σ’ έναν απολογισμό της συγγραφικής του μεθόδου ο Καλβίνο είχε υποστηρίξει ότι κύριο μέλημά του ήταν να αποδιώξει το βάρος άλλοτε από τους ανθρώπους, άλλοτε από τις πόλεις, αλλά κυρίως από τη δομή των ιστοριών και από τη γλώσσα. Στο «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» αποδομώντας την πλοκή του έργου καταφέρνει να της προσδώσει την ελαφρότητα εκείνη που καθιστά το έργο τόσο σημαντικό.
Το ερώτημα όμως που εύλογα γεννιέται σε κάθε αναγνώστη του μυθιστορήματος αυτού είναι γιατί επέλεξε ο συγγραφέας του να μην γράψει ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα που θα υπακούει στην κλασική δομή μιας ιστορίας που θα έχει αρχή, μέση και τέλος; Άραγε βρισκόταν ο συγγραφέας του σε συγγραφικό αδιέξοδο και γι’ αυτό προτίμησε να δώσει τις αρχές δέκα μυθιστορημάτων, αντί να προχωρήσει στην ολοκλήρωση έστω και μίας; Πως όμως μπορεί να διαγνώσει κανείς κάτι τέτοιο από τη στιγμή που και οι δέκα αρχές κόβουν την ανάσα στο βαθμό που κάθε φορά που αυτές σταματούν σχεδόν ο αναγνώστης να θυμώνει με το συγγραφέα ; Μήπως τελικά το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα παιχνίδι του Καλβίνου; Με το έργο αυτό μήπως θέλησε να παίξει ανάμεσα στην ταύτιση του αναγνώστη με το εκάστοτε μυθιστόρημα, αλλά από την άλλη του υπενθυμίζει ότι όπως ταυτίστηκε με αυτό
θα μπορούσε να ταυτιστεί με κάποιο άλλο εξίσου και ότι, τελικά, δεν πρέπει να ξεχνά πως αυτό είναι ένας πλασματικός κόσμος που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα;
Ίσως θα πρέπει να συμπεράνει κανείς τελικά ότι δεν υπάρχει ολικό βιβλίο, όπως δεν υπάρχουν και ολικοί αναγνώστες.
Υ.Γ. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το μυθιστόρημα του Καλβίνου και διάλεξα να το παραθέσω γιατί με συγκίνησε ο τρόπος που περιγράφει τον τρόμο κάθε επισκέπτη ενός βιβλιοπωλείου που θέλει ν’ αγοράσει ένα βιβλίο.
«Ήδη στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου εντόπισες το εξώφυλλο με τον τίτλο που ζητούσες. Ακολουθώντας αυτό το οπτικό χνάρι, προχώρησες στο μαγαζί μέσα από το πυκνό δίχτυ των Βιβλίων Που Δεν Έχεις Διαβάσει και που σε κοιτάζουν συνοφρυωμένα από τους πάγκους και τα ράφια, προσπαθώντας να σε φοβίσουν. Εσύ, όμως, ξέρεις πως δεν πρέπει να εντυπωσιαστείς, πως ανάμεσά τους είναι παραταγμένα στη σειρά τα Βιβλία Που Δεν Είναι Ανάγκη Να Διαβάσεις, τα Βιβλία Που Φτιάχτηκαν Για Άλλες Χρήσεις Και Όχι Για Να Διαβαστούν, τα Βιβλία Που Ήδη Διάβασες Χωρίς Να Κάνεις Τον Κόπο Να Τα Ανοίξεις Γιατί Ανήκουν Στην Κατηγορία Των Ήδη Διαβασμένων Πριν Ακόμα Γραφούν. Κι έτσι ξεπερνάς το πρώτο τείχος των επάλξεων. Τώρα σου επιτίθεται η στρατιά των Βιβλίων Που Αν Μπορούσες Να Ζήσεις Περισσότερες Ζωές Θα Διάβαζες Ευχαρίστως Αλλά Δυστυχώς Οι Μέρες Που Σου Απομένουν Να Ζήσεις Είναι Αυτές Που Είναι. Με μια γρήγορη κίνηση τα προσπερνάς και φτάνεις στις φάλαγγες των Βιβλίων Που Έχεις Πρόθεση Να Διαβάσεις Αλλά Πρώτα Έχουν Σειρά Κάποια Άλλα, των Βιβλίων Που Είναι Πολύ Ακριβά Και Που Μπορείς Να Περιμένεις Να Αγοράσεις Μισοτιμής, των Βιβλίων Που Επίσης Περιμένεις Να Αγοράσεις Όταν Θα Επανεκδοθούν Στις Οικονομικές Σειρές, των Βιβλίων Που Μπορείς Να Ζητήσεις Από Κάποιον Να Σου Δανείσει, των Βιβλίων Που Όλοι Πια Έχουν Διαβάσει Και Άρα Είναι Σαν Να Τα Έχεις Διαβάσει Κι Εσύ. Αποκρούοντας όλες αυτές τις εφόδους, φτάνεις κάτω από τους πύργους του οχυρού, όπου αντιστέκονται
τα Βιβλία Που Εδώ Και Πολύ Καιρό Έχεις Στο Πρόγραμμα Να Διαβάσεις,
τα Βιβλία Που Ψάχνεις Χρόνια Και Δε Βρίσκεις,
τα Βιβλία Που Αφορούν Κάτι Με Το Οποίο Ασχολείσαι, Αυτή Την Περίοδο,
τα Βιβλία Που Θέλεις Να Αγοράσεις Για Να Τα Έχεις Στη Διάθεσή Σου Για Κάθε Περίπτωση,
τα Βιβλία Που Θα Μπορούσες Να Βάλεις Κατά Μέρος Για Να Τα Διαβάσεις Ίσως Το Καλοκαίρι,
τα Βιβλία Που Σου Λείπουν Για Να Τα Βάλεις Δίπλα Σε Άλλα Στη Βιβλιοθήκη Σου,
τα Βιβλία Που Σου Εμπνέουν Μια Ξαφνική Φρενιασμένη Και Όχι Εύκολα Δικαιολογήσιμη Περιέργεια.
Ορίστε, λοιπόν, που μπόρεσες να μειώσεις τον απεριόριστο αριθμό των εχθρικών δυνάμεων σε ένα σύνολο αρκετά, βέβαια, μεγάλο, αλλά που μπορεί, τουλάχιστο, να υπολογιστεί με ένα συγκεκριμένο αριθμό, αν και αυτή η σχετική σου ανακούφιση δε σε γλιτώνει από τις παγίδες των Βιβλίων Που Διάβασες Πριν Πολλά Χρόνια Και Ήρθε Πια Ο Καιρός Να Ξαναδιαβάσεις και των Βιβλίων Που Πάντα Έλεγες Ότι Είχες Διαβάσει Και Ήρθε Πια Ο Καιρός Να Διαβάσεις Αληθινά.
Απελευθερώνεσαι με γρήγορα ζιγκ, ζαγκ, και με ένα πηδηματάκι μπαίνεις στην ακρόπολη των Καινούριων Βιβλίων Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Σε Ελκύουν. Αλλά και στο εσωτερικό αυτού του οχυρού μπορείς να προκαλέσεις ρήγματα ανάμεσα στα στίφη των υπερασπιστών του, χωρίζοντας αυτούς τους τελευταίους σε Καινούρια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Δεν Είναι Νέα (για σένα, βέβαια, ισχύει μονάχα το διαζευκτικό ή) και σε Καινούρια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Είναι Εντελώς Άγνωστα (τουλάχιστο σε σένα), και να προσδιορίσεις ακριβώς την έλξη που αυτά εξασκούν πάνω σου, στη βάση των επιθυμιών σου και των αναγκών σου για το καινούριο και για το όχι καινούριο (για το καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο όχι καινούριο, και για το όχι καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο καινούριο).» (Ίταλο Καλβίνο: Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης...)
Ιανουάριος 2004
Έφη Παυλογεωργάτου