Το σχήμα της ιστορίας και η πρόθεση του συγγραφέα είναι ενδιαφέρουσα. Ο Κουμανταρέας απομακρύνεται από τον κοινωνικό ρεαλισμό που ως τώρα χαρακτήριζε τα έργα του και επιχειρεί με όχημα τη φαντασία (αν και χρησιμοποιεί πρότυπα όπως την αναφορά στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης ή τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, που δεν συνιστούν καινούργια μέθοδο) να οδηγήσει τον ήρωά του στην αλήθεια. Ακόμα πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως στο μυθιστόρημα αυτό είναι η  περιγραφή της φύσης. Η εναλλαγή των καιρικών φαινομένων πρωταγωνιστεί στην αρχή σχεδόν κάθε κεφαλαίου. Ο συγγραφέας μέσα σε μία ή δύο προτάσεις χρησιμοποιεί έναν ιδιαίτερα καινοτόμο τρόπο με τολμηρές παρομοιώσεις για να παρουσιάσει το θαύμα που συντελείται στον ουρανό. Φράσεις όπως: «οι άριες των κεραυνών», ή «αδέσποτα σύννεφα αρμενίζουν στον ουρανό σαν σφουγγαρόπανα» κερδίζουν τον αναγνώστη με την παραστατικότητά τους πολύ περισσότερο παρά αν στη θέση τους υπήρχαν μακροσκελείς και σχοινοτενείς περιγραφές.

 

 Πίσω όμως από μία ιστορία κρύβεται και η κοσμοθεωρία του συγγραφέα. Τα πιστεύω του και τι νέο κομίζει. Εδώ βρίσκεται και το «Βατερλώ» του συγγραφέα. Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε για να μιλήσει για την τέχνη; Μα δε μιλάω για την τέχνη όταν αναμασώ τα ονόματα τριών κλασικών συγγραφέων. Γράφτηκε για να εναντιωθεί στην παγκοσμιοποίηση ή στην ψυχανάλυση; Μα ούτε για το ένα φαίνεται να γνωρίζει πολλά για τη δε ψυχανάλυση έχει κακοποιηθεί τόσο πολύ στο έργο αυτό που δε χρειάζεται να ειπωθούν πολλά πάνω σ’ αυτό. Γράφτηκε για να μιλήσει για την απουσία σχέσεων, για τον ρατσισμό, για την παγκοσμιοποίηση, για τη θρησκεία, για την μόλυνση του περιβάλλοντος; Η απλή αναφορά τους και τα κοινότοπα επιχειρήματα του καταντούν ανούσια και επαναλαμβανόμενα. Καλύτερα θα ήταν να έγραφε κάποιος για λιγότερα θέματα. Γράφτηκε για να κάνει μία δημόσια εξομολόγηση του καταπιεσμένου ερωτισμού του; Τι σημαντικό μπορεί να φέρει σ΄ έναν αναγνώστη μία τέτοια προσωπική ομολογία και παραδοχή πέραν του να «προκαλέσει». Σ’ αυτό το σημείο ίσως εντοπίζεται και η μεγαλύτερη αδυναμία του συγγραφέα. Η ανάγκη του να προχωρήσει στη δημοσιοποίηση αυτής της «ιδέας» φαίνεται ότι κυριάρχησε μέσα του και όταν προσπάθησε να τη «ντύσει» με το λογοτεχνικό μύθο, η σύζευξη αυτή αποδείχτηκε αταίριαστη. Γράφτηκε για να κάνει αυτοκριτική ο συγγραφέας; Μα όπως έχει γράψει και ο Γ.Βέλτσος: η αυτοκριτική δεν σου επιτρέπει να είσαι ο ίδιος, ενώ την ίδια στιγμή δεν σ’ αφήνει να γίνεις άλλος.

 

 Αν ανατρέξουμε όμως στα στοιχεία που συνθέτουν το μυθιστόρημα αυτό θα διαπιστώσουμε τους λόγους για τους οποίους το ταξίδι αυτό ναυάγησε.

 

 Το ταξίδι της κιβωτού προς τη νέα γη είναι αντιστρόφως ανάλογο με την πορεία του ήρωα που μένει στάσιμος.Ο «Νώε» του Κουμανταρέα ξεκινάει από τα καταπιεσμένα εφηβικά του χρόνια όπου οι βαθύτερες επιθυμίες του συνθλίβονται από τις επιταγές ενός αυταρχικού πατέρα, ο οποίος τοποθετεί το γιο του επαγγελματικά και αισθηματικά στον «ίσιο δρόμο». Ο ήρωας αποφασίζει να ξεκόψει απ’ όλα όσα τον αποξενώνουν από τον εαυτό του. Παραιτείται απ’ τη δουλειά του και στη συνέχεια συγκεντρώνει τις δυνάμεις του για το δυσκολότερο δρόμο. Να συμφιλιωθεί με τις ενοχές που του γεννούν οι ερωτικές του επιλογές. Κατασκευάζοντας την κιβωτό αρχίζει το ταξίδι προς την αυτογνωσία. Το ίδιο το ταξίδι βέβαια επιφυλάσσει εκπλήξεις. Απρόσκλητοι επιβάτες τον επισκέπτονται: ο διάβολος, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ένα ερωτικό πρόσωπο από το παρελθόν του, που τον είχε απορρίψει και ο Φρόιντ. Η αναμέτρηση με το παρελθόν και το σχήμα της ψυχανάλυσης όμως δεν οδηγούν πουθενά καθώς ο ήρωας στη ουσία επαναλαμβάνει αυτά που πίστευε και πριν (ομολογία και συνειδητοποίηση των ενοχών του).

 

 Η κιβωτός ελλιμενίζεται και σε τρεις φανταστικούς σταθμούς (ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι πρότυπο των ιστοριών αυτών είναι: Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, θα μπορούσαν όμως ν’ αναγνωσθούν εδώ και άλλες επιρροές από την «Ιθάκη» του Καβάφη μέχρι και το «Φάουστ» του Γκαίτε). Οι τόποι αυτοί είναι αναπαραστάσεις του ιδεατού –κατά τον Νώε- κόσμου και ίσως το πιο ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου, αν και δεν αποφεύγονται και εδώ οι κοινοτοπίες. Ο Κουμανταρέας –όπως και στο προηγούμενό του βιβλίο:«Δύο φορές Έλληνας»- αναμασά την επιθυμία του να λάμψουν ξανά οι βασικές ανθρωπιστικές αξίες και τα ιδανικά. Αλλά από μόνη της η επιθυμία και η μεμψιμοιρία γιατί χάθηκαν αυτές οι αξίες δε συνιστούν από μόνα τους αιτία για λογοτεχνική ύπαρξη.

 

  Το τέλος του ταξιδιού αυτού βρίσκει τον ήρωα πιωμένο και γυμνωμένο στους γιους του, μακάρι όμως η γύμνια αυτή να ήταν και μεταφορική, μία γύμνια της ψυχής. Ο Νώε βρίσκεται εγκλωβισμένος στον ίδιο συμβατικό γάμο, έχοντας αλλάξει μόνο τον τόπο διαμονής του και νιώθει τα ίδια συναισθηματικά αδιέξοδα. Αισθάνεται πνιγμένος από τα «δεινά» της κοινωνίας, η εικόνα της οποίας όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο ήρωας επιλέγει να βλέπει μόνα όσα τον πικραίνουν.  Πουθενά δεν είναι ορατή αυτή η κάθαρση που υποτίθεται ότι συντελέστηκε με το ταξίδι. 

 

Οι δευτερεύοντες ήρωες είναι ουσιαστικά ανύπαρκτοι. Δεν έχουν δική τους προσωπικότητα και υπάρχουν χάρη και σε σχέση με τον κεντρικό ήρωα. Η παρουσία τους χρησιμεύει για να συμβολίσουν οι μεν γιοι του τη νέα γενιά στους οποίους ο Νώε μ’ έναν άκρως κουραστικό και επαναλαμβανόμενο ρητορικό λόγο στηλιτεύει τα κακώς κείμενα. Κατακρίνει την έλλειψη της ουσίας, την απουσία ιδανικών, την επιλογή της εύκολης ζωής.  Ο διδακτικός του λόγος  όμως πέραν του ότι είναι υπερβολικός και ανερμάτιστος καταλήγει να είναι και ρηχός. «Κρίνω» κάποιον όταν έχω αναλύσει τα αίτια και πράγματι τον θεωρώ υπεύθυνο για τις επιλογές του (στην εποχή της κατάρρευσης όλων των –ισμων, δεν θεωρώ κάποιον αίτιο γιατί δεν πιστεύει σ’ αυτούς), αλλά κυρίως τον κρίνω όταν έχω ν’ αντιπροτείνω κάτι άλλο. Η δε μυθιστορηματική γυναίκα του που συμβολίζει τον συμβατικό γάμο είναι ένας χαρακτήρας τόσο επίπεδος, τόσο συμφεροντολόγος και τόσο υλίστρια που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί τη σημαντικότητα της ύπαρξής της στο έργο όπως έχει υποστηρίξει ο ίδιος ο συγγραφέας. Από έναν τόσο αδιάφορο ρόλο λοιπόν μόνο η ανυπαρξία θα τον έσωζε.Υπάρχει τέλος και η παρουσία του φίλου του ήρωα του Άρη που συμβολίζει τον αντισυμβατικό ήρωα. Αντιπροσωπεύει όλα όσα θα ήθελε ο Νώε να του συμβούν στη ζωή και εδώ ίσως υποκρύπτεται και το πιο αληθινό ερωτικό συναίσθημα του κεντρικού ήρωα.

 

 Σημαντικό  στοιχείο σ’ ένα μυθιστόρημα είναι βέβαια και η ιστορία που θέλει κάποιος να διηγηθεί. Η ιστορία όμως έχει νόημα μόνο αν αποτελέσει ένα εφαλτήριο όχημα για να ξεδιπλωθούν οι χαρακτήρες, αλλιώς καταντάει να είναι απλώς ενδιαφέρουσα και σε κάποιες περιπτώσεις πρωτότυπη, σε καμία περίπτωση όμως οι χαρακτηρισμοί αυτοί από μόνοι τους δεν συνιστούν λόγο για να υπάρξει η ιστορία αυτή σ’ ένα μυθιστόρημα.

 

 Το ερώτημα λοιπόν που εύλογα ταλανίζει κάποιον είναι γιατί ένα τέτοιο μυθιστόρημα βρίσκεται σε τόσο υψηλή θέση στις πωλήσεις των βιβλιοπωλείων; Η απάντηση μπορεί να είναι μόνο μία: Ο τρόπος προώθησής του (θεατρικοποίηση της ψυχαναλυτικής σκηνής από γνωστούς ηθοποιούς), ένα προσεγμένο οπισθόφυλλο με σαφή αναφορά στην ομοφυλοφιλία του ήρωα και το ίδιο το όνομα του συγγραφέα. Ο Κουμανταρέας δρέπει τις δάφνες από μία ομολογουμένως πολύ αξιοπρόσεχτη πορεία στη λογοτεχνική ιστορία. Μόνο που ό,τι «χρωστάμε» σ’ έναν συγγραφέα δεν του το ανταποδίδουμε για ένα βιβλίο που βρίσκεται πολύ κάτω από τις προσδοκίες των αναγνωστών και ίσως και του ίδιου του συγγραφέα.

 

 

 

Έφη Παυλογεωργάτου

Φεβρουάριος 2004