Με έντονο πολιτικό λόγο η Γέλινεκ αντιπαρατίθεται στην κοινωνία που ζει. Στη χώρα της δεν είχε μόνο φίλους μιά και ασκούσε έντονη κριτική στην νοοτοπία της αυστριακής κοινωνίας. Η αντιπαράθεσή της με το καθεστώς, κυρίως τον Χάιντερ, ήταν τέτοια που για έναν χρόνο η ίδια απαγόρευσε το ανέβασμα των έργων της στις αυστριακές σκηνές. Η Γέλινεκ διαχώρισε έντονα τη θέση της και στηλίτευσε την απάνοδο της ακροδεξιάς στην Αυστρία, ενώ τάθηκε ενάντια στο ρατσισμό των ακροδεξιών, που ήθελαν να διώξουν τους ξένους απ’ τη χώρα.
Κέντρο όμως του έργου της είναι η καταπίεση της γυναίκας. Στηλιτεύει την πατριαρχική κοινωνία και κυρίως τις ίδιες της γυναίκες που συμπράτοντας ή συναινώντας γίνονται και οι ίδιες συνένοχες της καταπίεσής τους. Προτρέπει τις γυναίκες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους (σε μιά κοινωνία φαινομενικά απελευθερωμένη, δίκαιη και δυτική όπως η Αυστρία υπάρχει ακόμα νόμος που ένας άντρας μπορεί να χωρίσει τη γυναίκα του με την αιτιολογία ότι δεν είναι καλή νοικοκυρά!) και όλους τους ανθρώπους να αντισταθούν ενάντια στις βιολογικές προκαταλήψεις, πάνω στις οποίες στηρίζονται οι ρατσιστές. Εύλογα θεωρείται απ’ τις βασικότερες εκπροσώπους της φεμινιστικής λογοτεχνίας.
Λιγότερο γνωστή εξω απ’ τα όρια των γερμανόφωνων χωρών η Γέλινεκ, που απολαμβάνει ήδη τα σημαντικότερα βραβεία γερμανόφωνης λογοτεχνίας, αναγνωρίστηκε στο εξωτερικό από τη μεταφορά του βιβλίου της «Δασκάλα του πιάνου» στον κινηματογράφο το 1983. Γεννημένη στις 20 Οκτωβρίου 1946 στη Στυρία από εύπορη βιεννέζα μητέρα και εβραίο πατέρα η Γέλινεκ σπούδασε θέατρο και ιστορία της τέχνης στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, ενώ ασχολήθηκε και με τη μουσική. Εχει γράψει μυθιστορήματα θεατρικά έργα διηγήματα ποίηση. Με το μυθιστόρημα της “Die Liebhaberinnen” το 1975 (Γυναίκες ως ερωμένες) άρχισε η Γέλινεκ την φεμινιστική της δράση στο λογοτεχνικό χώρο. Θέλησε να δείξει την κοινωνική και οικονομική καιταπίεση των γυναικών, αλλά και την προσωπική από τον άντρα. Στο μυθιστόρημά της “Lust” (1989) κάνει μιά προσπάθεια συγγραφής γυναικείας πορνογραφίας, που η ίδια αργότερα θεώρησε αποτυχημένη. Το βιβλίο της προκάλεσε σκάνδαλο, πολλές λογοτεχνικές αντιπαραθέσεις, σημείωσε όμως τεράστια επιτυχία. Θεατρικά θεωρήθηκε πειραματική συγγραφέας, γι’ αυτό και άργισε να καταξιωθεί στο χώρο. Σε ένα από τα γνωστά της θεατρικά έργα, το «Krankheit oder Moderne Frauen” το 1990 (Ασθένεια ή μοντέρνες γυναίκες) ασχολείται για άλλη μιά φορά με την πάλη των φύλλων.
Το έργο της χαρακτηρίζεται ρεαλιστικό και η γλώσσα της δύσκολη, αλλά ιδιαίτερη. Αλλωστε και από την ακαδημία τιμήθηκε με το νόμπελ για «τη μουσική ροή του λόγου και του αντίλογου στα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα». Σημαντικά της έργα είναι "Die Ausgesperrten" (1980 Υπέροχες,Υπέροχες Εποχές), "Gier" (2000), καθώς και θεατρικά έργα όπως "Burgtheater" (1983), "Wolken.Heim" (1988), "Raststätte" (1994) und "Bambiland" (2003).
Αναφορικά με την επίδραση της λογοτεχνίας στη σημερινή κοινωνία η Γέλινεκ πιστεύει, ότι ο λογοτέχνης δεν μπορεί να αλλάξει τις απόψεις μιάς κοινωνίας μπορεί όμως να καταδείξει τα δεινά που την πλήττουν, να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν.
Και αυτό καταφέρνει η Γέλινεκ: να προβληματίσει τον κόσμο να μην εναντιώνεται σε ανθρώπους απλά επειδή είναι όπως είναι.
Ιρις Βατσέλλα
Οκτώβριος 2004